- ἐπωνύμιον
- ἐπωνῠμ-ιον, τό,A surname, Plu. 2.560e ; ἐ. παιδικόν Id.Pyrrh.I ; = Lat. cognomen, D.H.5.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπωνύμιον — surname neut nom/voc/acc sg ἐπωνύμιος called after masc acc sg ἐπωνύμιος called after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek